-ίνη

-ίνη
κατάλ. πολλών χημικών όρων οι οποίοι αποτελούν αντιδάνειες λ. ή μεταφορές στην Ελληνική ξεν. όρων που εμφανίζουν κατάλ. -ine < λατ. -ina, θηλ. τής -inus. Η καταλ. -ίνη εμφανίζεται σε πολλές κατηγορίες, όπως: 1) στην εμπειρική ονομασία καύσιμων υδρογονανθράκων (πρβλ. βενζ-ίνη, κηροζ-ίνη, λιγρο-ΐνη)
2) στην εμπειρική ονομασία ορισμένων υδρογονανθράκων ελαιώδους συστάσεως (πρβλ. βαζελ-ίνη, παραφ-ίνη)
3) στην ονομασία τών αμινών (πρβλ. αιθυλαμ-ίνη, διμεθυλαμ-ίνη)
4) στην ονομασία φυσικών και τεχνητών ρητινών (πρβλ. βακελ-ίνη, ουροτροπ-ίνη)
5) στην ονομασία πολυσθενών αλκοολών και τών παραγώγων τους (πρβλ. γλυκερ-ίνη, διχλωρυδρ-ίνη, νιτρογλυκερ-ίνη, χοληστερ-ίνη)
6) στην ονομασία πολλών αμινοξέων (πρβλ. αλαν-ίνη, λευκ-ίνη)
7) σε παράγωγα τής ουρίας (πρβλ. γουανιδ-ίνη, κρεατ-ίνη, κρεατιν-ίνη)
8) στην ονομασία πολλών βιταμινών (πρβλ. θειαμ-ίνη, ριβοφλαβ-ίνη)
9) στην ονομασία πρωτεϊνών (πρβλ. αλβουμ-ίνη, γλοβουλ-ίνη)
10) στην ονομασία αλκαλοειδών (πρβλ. καφε-ΐνη, μορφ-ίνη, στρυχν-ίνη)
και 11) στην ονομασία αρωματικών αλκοολών και τών παραγώγων τους (πρβλ. αδρεναλ-ίνη, σαλιγεν-ίνη).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ίνη — ἴνη, ἡ (Α) βλ. ίνα …   Dictionary of Greek

  • ἴνη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) ἴ̱νη , ἰνάω carry off by evacuations imperf ind act 3rd sg (doric) ἰνάω carry off by evacuations pres imperat act 2nd sg (doric) ἴ̱νη , ἰνάω carry off by evacuations imperf ind act 3rd sg (epic doric ionic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρανσφερ(ρ)ίνη — η, Ν (βιοχ.) πρωτεΐνη τού ορού τού αίματος η οποία μεταφέρει τρισθενή σίδηρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. transferrin < trans (< λατ. trans «πέρα, πάνω από κάτι») + λατ. ferrum «σίδηρος» + κατάλ. ίνη] …   Dictionary of Greek

  • πενικιλ(λ)ίνη — η (φαρμ.) αντιβιοτικό τής οικογένειας τών β λακταμών, το οποίο απομονώθηκε από προϊόντα που παράγουν διάφορα πενικίλλια και, γενικά, το αντιβιοτικό που είναι παράγωγο τού αμινοπενικιλλανικού οξέος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. penicilline < λατ.… …   Dictionary of Greek

  • ροκ(κ)ελ(λ)ίνη — η, Ν χημ. οργανική ένωση, χρωστική ύλη που ανήκει στην κατηγορία τών αζωχρωμάτων, ανάλογη με την ερυθρά βαφή, η οποία εξάγεται από τους λειχήνες τού γένους ροκέλα …   Dictionary of Greek

  • ταν(ν)ίνη — η, Ν (βιοχ. χημ. τεχνολ.) συλλογική ονομασία ομάδας υποκίτρινων έως ανοικτόφαιων ουσιών σε μορφή σκόνης, φολίδων ή σπογγώδους μάζας, ευρύτατα διαδεδομένων σε φυτά, οι οποίες χρησιμοποιούνται, κυρίως, στη βυρσοδεψία, στη βαφή υφασμάτων, στην… …   Dictionary of Greek

  • φαινοξυμεθυλοπενικιλ(λ)ίνη — η, Ν (φαρμ.) πενικιλίνη ελάχιστα διαλυτή στο νερό, διαλυτή στην αιθυλική αλκοόλη και στην ακετόνη, ανθεκτική στην αδρανοποίηση από γαστρικούς παράγοντες, γεγονός που τήν καθιστά κατάλληλη για πρόσληψη από το στόμα, αλλ. πενικιλίνη V. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • ναρκίσσινος — ινη, ο (Α ναρκίσσινος ίνη, ον) [νάρκισσος] αυτός που προέρχεται ή είναι φτειαγμένος από το φυτό νάρκισσος («ναρκίσσινον ἔλαιον», Διοσκ.) αρχ. αυτός που έχει το χρώμα τού ναρκίσσου («στολή ναρκισσίνη», πάπ.) …   Dictionary of Greek

  • πάρινος — ίνη, ον, Α [Πάρος] 1. μαρμάρινος 2. το ουδ. ως ουσ. τὰ πάρινα τα μάρμαρα …   Dictionary of Greek

  • πίλινος — ίνη, ον, Α [πίλος] κατασκευασμένος από πίλημα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”